ἀμφιστεφής

ἀμφιστεφής
ἀμφι-στεφής, ές,
A placed round like a crown, Il.11.40 (v.l.).
II brim-full,

κρατήρ Hsch.

, Suid. s.v. ἐπιστεφής.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμφιστεφής — ἀμφιστεφής, ές (Α) αυτός που είναι τοποθετημένος ολόγυρα σαν στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στεφὴς <στέφος < στέφω] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιστεφής — placed round like a crown masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιστεφέες — ἀμφιστεφής placed round like a crown masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”